κἄστ'

κἄστ'
ἀστά̱ , ἀστή
fem nom/voc/acc dual
ἀστά̱ , ἀστή
fem nom/voc sg (doric aeolic)
ἀσταί , ἀστή
fem nom/voc pl
ἀστέ , ἀστός
townsman
masc voc sg
ἔστε , ἔστε
up to the time that
indeclform (conj)
ἐστι , εἰμί
sum
pres ind act 3rd sg
ἐστε , εἰμί
sum
pres ind act 2nd pl
ἔστε , εἰμί
sum
pres imperat act 2nd pl
ἔσται , εἰμί
sum
fut ind mid 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • ντοκιμαντέρ — Ο όρος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από την κινηματογραφική κριτική ως επίθετο. Τον δημιούργησε ο Τζον Γκρίρσον, ο οποίος, το 1926, στην κριτική του για την ταινία Μοάνα του Ρόμπερτ Φλάερτι, που δημοσίευσε στην εφημερίδα Sun της Νέας Υόρκης,… …   Dictionary of Greek

  • Παπαγεωργίου, Σπυρίδων — (1850 – 1918). Θεολόγος και φιλόλογος. Καταγόταν από την Κέρκυρα. Σπούδασε στην Αθήνα θεολογία και στη Γερμανία φιλολογία. Δίδαξε σε γυμνάσια της Κέρκυρας και της Αθήνας. Γνώριζε την εβραϊκή και αντιπροσώπευσε την Ελλάδα σε πολλά ασιανολογικά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”